«Δίσεκτο» ονομάζουμε το έτος που αριθμεί 366 ημέρες, αντί των 365 που έχουν τα κοινά έτη. Αυτό συμβαίνει κάθε τέσσερα χρόνια, όταν προσθέσουμε στο χρόνο ένα 24ωρο, προκειμένου να διορθωθούν οι ατέλειες του πολιτικού ημερολογίου σε σχέση με το αστρονομικό. Αν δεν συνέβαινε αυτή η διόρθωση, σε βάθος χρόνου θα είχαμε τον Ιανουάριο καλοκαίρι και τον Ιούλιο χειμώνα.
Δίσεκτο είναι το έτος που διαιρείται ακριβώς με το 4 και επιπλέον, αν είναι επαιώνιο (δηλαδή πολλαπλάσιο του 100, π.χ. 1600, 2000, 2400), διαιρείται ακριβώς και με το 400. Στα δίσεκτα έτη, που αποτελούν το 25% των συνολικών ετών, διοργανώνεται κατά παράδοση η πιο σημαντική παγκόσμια αθλητική συνάντηση: οι Ολυμπιακοί αγώνες.
Η ύπαρξη των δίσεκτων ετών οφείλεται στην προσπάθεια των ανθρώπων να εναρμονίσουν το τροπικό έτος, δηλαδή το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η γη για να κάνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο, με το καθημερινό-πολιτικό έτος των ημερολογίων. Στην αρχή, τα πρώτα ημερολόγια ήταν σεληνιακά, βασιζόταν στο χρόνο περιφοράς της σελήνης γύρω από τη γη. Ημερολόγια βασισμένα στο τροπικό ηλιακό έτος χρησιμοποίησαν πρώτοι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι.
Η ετήσια περιφορά της Γης γύρω από τον ήλιο δε διαρκεί μόνο 365 ημέρες, αλλά κάτι παραπάνω: 6 ώρες, 9 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα περισσότερο κατά μέσο όρο. Οι Ρωμαίοι από το 600 π.Χ. ακολουθούσαν το ημερολόγιο του Νουμά, που είχε καθιερωθεί από το βασιλιά της Ρώμης Νουμά Πομπίλιο. Αυτό ήταν ένα ημερολογιακό έτος 365 ημερών, το οποίο κάθε 4 χρόνια προπορευόταν κατά ένα 24ωρο (σχεδόν) από το ηλιακό έτος. Όταν έφτασαν να γιορτάζουν τις καλοκαιρινές γιορτές του θερισμού μέσα στον ημερολογιακό χειμώνα, αποφάσισαν ότι αυτή η ανακολουθία δεν μπορούσε να συνεχιστεί.
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ επέστρεψε θριαμβευτής στην Ρώμη το 46 π.Χ., ανάμεσα στα θέματα που έπρεπε να ρυθμίσει ήταν και η μέτρηση του χρόνου. Στο ημερολογιακό σύστημα, έπρεπε από καιρού εις καιρόν να προστίθενται ημέρες ή και μήνες στο έτος, έτσι ώστε αυτό να διατηρείται σε συμφωνία με τις εποχές. Την ευθύνη για την παρεμβολή των ημερών είχαν οι ιερείς.
Αλλά ο απολυταρχισμός των ιερέων, οι οποίοι άλλοτε αύξαναν το μήκος του έτους προκειμένου να παραμένουν στην εξουσία οι ευνοούμενοί τους συγκλητικοί και άλλοτε το μείωναν, ώστε να τελειώνει γρήγορα η θητεία των αντιπάλων τους, είχαν καταστήσει το υπάρχον ημερολογιακό σύστημα μη λειτουργικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 46 π.Χ. διήρκεσε 445 ημέρες, δεδομένου ότι αναγκάστηκαν να προστεθούν τόσες ημέρες, ώστε αυτό να ευθυγραμμιστεί με την εαρινή ισημερία.
Ο Καίσαρ ονόμασε αυτό το έτος «ultimus annus confusionis» (τελευταίο έτος σύγχυσης) και κάλεσε τους καλύτερους φιλόσοφους και μαθηματικούς της εποχής προκειμένου να δημιουργήσουν το νέο ημερολόγιο.
Ανάμεσα στους προσκεκλημένους του αυτοκράτορα ήταν και ο Σωσιγένης, Αλεξανδρινός αστρονόμος, τον οποίο ο Καίσαρ είχε γνωρίσει στο παλάτι της Κλεοπάτρας και με τον οποίο είχε συζητήσει τις πιθανές μετατροπές του ημερολογιακού συστήματος. Μετά από εισήγηση του Σωσιγένη αποφασίστηκε να υιοθετηθεί το ημερολόγιο του Πτολεμαίου Γ΄, σύμφωνα με το οποίο ένα έτος 365 ημερών ίσχυε για 3 χρόνια και στην συνέχεια υπήρχε ένα έτος με 366 ημέρες.
Με το Ιουλιανό Ημερολόγιο (που πήρε το όνομά του από τον Ιούλιο Καίσαρα) ο Φεβρουάριος μετατέθηκε από τελευταίος μήνας του έτους σε δεύτερος, αμέσως μετά τον Ιανουάριο και είχε 30 μέρες. Μεταξύ της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου πρόσθεταν κάθε 4 χρόνια μία επιπλέον μέρα, δηλαδή η 24η Φεβρουαρίου υπολογιζόταν δύο φορές. Κι επειδή η μέρα αυτή ήταν η έκτη μέρα πριν από τις Καλένδες του Μαρτίου (1η Μαρτίου), η δεύτερη 24η Φεβρουαρίου που προστέθηκε ονομάστηκε δις έκτη μέρα, δηλαδή δεύτερη έκτη μέρα πριν από το Μάρτιο. Με τον καιρό, ο όρος δίσεκτο έμεινε για ολόκληρο το έτος που έχει μία μέρα περισσότερη από τα κοινά.
Αργότερα, από τον Φεβρουάριο αφαιρέθηκε μία ακόμη μέρα και άλλη μία επί του Αυγούστου, που προστέθηκε προς τιμή του αυτοκράτορα στον μήνα Αύγουστο. Έτσι ο Φεβρουάριος παρέμεινε με 28 μόνον ημέρες. Από τους μεταχριστιανικούς χρόνους η επιπλέον μέρα προστίθεται στο τέλος του Φεβρουαρίου, ο οποίος στο δίσεκτο έτος έχει 29 μέρες αντί για 28.
Το γεγονός ότι αυτός ειδικά ο μήνας δεν είχε πολλές ημέρες δεν δυσαρέστησε καθόλου τους Ρωμαίους, όχι μόνο γιατί ήταν αφιερωμένος στους νεκρούς, αλλά και γιατί κατά τη διάρκειά του έπρεπε και οι ίδιοι να κάνουν τον ηθικό απολογισμό τους και να αφιερώνονται στη μετάνοια. Ακόμη και το όνομα του μηνός σημαίνει εξιλέωση (Februare). Τόσο πολύ επιθυμούσαν οι Ρωμαίοι να τελειώσει γρήγορα ο Φεβρουάριος ώστε, προκειμένου να διατηρούν την αίσθηση ότι ο μήνας δεν έχει ποτέ περισσότερες από 28 ημέρες, όταν έπρεπε να έχει 29 δεν προσέθεταν την παραπάνω ημέρα στο τέλος, αλλά διπλασίαζαν την έκτη ημέρα του (bisextus).
Ο Σωσιγένης όμως, όταν πρότεινε τη θέσπιση του νέου έτους, έκανε ένα …μικρό λάθος. Υπολόγισε το έτος κατά 11 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα μεγαλύτερο του τροπικού, με αποτέλεσμα με το πέρασμα του χρόνου, οι μετρούμενες με το ιουλιανό ημερολόγιο ημέρες να καθυστερούν προς τις εποχές, το αντίθετο δηλαδή απʼ ό,τι συνέβαινε με το ημερολόγιο του Νουμά. Η ανωμαλία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1582, όταν καθιερώθηκε από τον πάπα Γρηγόριο τον ΙΓ΄ το νέο ή Γρηγοριανό Ημερολόγιο, επαναφέροντας την εαρινή Ισημερία, που εκείνη τη χρονιά συνέβη όχι στις 21, αλλά στις 11 Μαρτίου, στα σωστά της μέτρα. Με βάση τις προτάσεις των αστρονόμων Χριστόφορου Κλάβιου και L. Lilio ο Γρηγόριος μετανόμασε την 5η Οκτωβρίου σε 15η Οκτωβρίου 1582 και για να μην δημιουργηθεί ξανά το ίδιο πρόβλημα, όρισε κάθε 400 χρόνια να θεωρούνται δίσεκτα όχι 100 έτη (400:4), αλλά μόνο 97.
Για το δίσεκτο ή βίσεκτο χρόνο επικρατούν πλήθος προλήψεων και δεισιδαιμονιών, απόρροια της ρωμαϊκής επιρροής. Η δις έκτη εμβόλιμη μέρα θεωρείτο αποφράς, όπως και όλο το έτος. Σʼ αυτό πρέπει να συνετέλεσε το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Φεβρουάριο ως μήνα των νεκρών και πίστευαν ότι άφηναν τον Άδη και κυκλοφορούσαν για λίγες μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι το δίσεκτο έτος δεν γινόταν η έναρξη εργασίας με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπέλων, θεμελίωση οικιών και σύναψη γάμου.
Η πίστη για το δίσεκτο έτος μεταδόθηκε και στους Έλληνες, ύστερα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Η ελληνική παράδοση (και κάποιων ευρωπαϊκών χωρών επίσης, όπως και του Καναδά) σε μια δίσεκτη χρονιά προβλέπει γρουσουζιά και προτείνει αποφυγή κάθε σημαντικού βήματος στη ζωή: Δηλαδή όχι στον γάμο, στο κτίσιμο σπιτιού, στη σύσταση εμπορικής επιχείρησης και στη θεμελίωση κάθε λογής μακροπρόθεσμου συνεταιρισμού. Λέγεται ότι η λέξη «δίσεκτο» από ορθογραφική παρανόηση παραπέμπει στο «δυσοίωνο» -λόγω του αρχικού δισ- που συγχέεται με το φοβερό και τρομερό δυσ- (δυστυχία, δυσκολία, δυστοκία). Όμως τον τρόμο τον έσπειραν οι αρχαίοι Ρωμαίοι, οι οποίοι είδαν την 29η Φεβρουαρίου ως αποφράδα ημέρα. Γιʼ αυτούς ήταν ένα εμβόλιμο ψήγμα χρόνου που προστέθηκε για να φέρει αναταραχή, αναστάτωση και συμφορές μέσα στο μήνα Φεβρουάριο, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στη λατρεία των υποχθόνιων θεοτήτων.
Γιʼ αυτό και το έτος κατά το οποίο συμβαίνουν μεγάλα δεινά (πόλεμοι, λιμοί, μεγάλες φυσικές καταστροφές κ.ά.) καλείται «χρόνος δίσεχτος». Η αντίληψη αυτή απηχείται και στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», με τους στίχους:
«κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κιʼ έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν».
Τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου του 2007 στο Δημαρχείο Ηρακλείου Κρήτης επικράτησε πανικός και συνωστισμός από ζευγάρια (ακόμα και υπερηλίκων) που έσπευσαν να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου πριν τους βρει το δίσεχτο 2008. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στην Ιρλανδία, καθότι η ιρλανδική παράδοση δίνει την ευκαιρία σε κάθε Ιρλανδή να κάνει σε δίσεκτο έτος, συγκεκριμένα κάθε 29η Φεβρουαρίου, πρόταση γάμου στον αγαπημένο της, την οποία εκείνος είναι υποχρεωμένος να δεχτεί!
Το έθιμο επιβλήθηκε δια νόμου το 1288 στη Σκωτία από την βασίλισσα Μαργαρίτα, για να επεκταθεί σύντομα στη Γαλλία, την Ιταλία και από το 1600 στην Αγγλία, ενώ το 1920 το βρίσκουμε και στο Μόντρεαλ. Ένα γενναίο πρόστιμο περίμενε τον άντρα που θα αρνούνταν την πρόταση: Θα έπρεπε να αποζημιώσει πλουσιοπάροχα την απογοητευμένη γυναίκα ανάλογα με το εισόδημά του ή έστω να της αγοράσει ένα μεταξωτό φόρεμα.
Οι διάφορες δυσοίωνες προβλέψεις και αντιλήψεις που συνοδεύουν τα δίσεκτα έτη δεν έχουν καμία βάση, ούτε η μέχρι τώρα εμπειρία έχει επαληθεύσει κάτι σχετικό. Καθαρά λογιστικοί λόγοι και ανθρώπινες ανάγκες επέβαλαν την επινόηση των δίσεκτων χρόνων. Απλά, κάποιες λαϊκές δοξασίες και μύθοι διαιωνίζονται από την άγνοια των ανθρώπων και την ανθρώπινη υπαρξιακή ανασφάλεια.
Οι δοξασίες ότι τα δίσεκτα χρόνια είναι γρουσούζικα ίσως να προέρχεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ετυμολογίας και ορθογραφίας της λέξης δίσεκτο. Αντί του σωστού δις (που σημαίνει δύο φορές) να εννοείται, λανθασμένα, το αχώριστο προθεματικό μόριο δυσ- που έχει την έννοια της δυστυχίας, της δυσκολίας, της κακής συγκυρίας και κατάστασης. Έτσι, οι μόνοι που μπορούν να παραπονιούνται για τα δίσεκτα χρόνια, είναι όσοι γεννήθηκαν στις 29 Φεβρουαρίου και ο …Άγιος Κασσιανός, αφού γιορτάζουν κάθε τέσσερα χρόνια.
ΠΗΓΗ: Ευ αγωνίζεσθαι
Της Κατερίνας Μ. Μάτσου
Δίσεκτο είναι το έτος που διαιρείται ακριβώς με το 4 και επιπλέον, αν είναι επαιώνιο (δηλαδή πολλαπλάσιο του 100, π.χ. 1600, 2000, 2400), διαιρείται ακριβώς και με το 400. Στα δίσεκτα έτη, που αποτελούν το 25% των συνολικών ετών, διοργανώνεται κατά παράδοση η πιο σημαντική παγκόσμια αθλητική συνάντηση: οι Ολυμπιακοί αγώνες.
Η ύπαρξη των δίσεκτων ετών οφείλεται στην προσπάθεια των ανθρώπων να εναρμονίσουν το τροπικό έτος, δηλαδή το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η γη για να κάνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο, με το καθημερινό-πολιτικό έτος των ημερολογίων. Στην αρχή, τα πρώτα ημερολόγια ήταν σεληνιακά, βασιζόταν στο χρόνο περιφοράς της σελήνης γύρω από τη γη. Ημερολόγια βασισμένα στο τροπικό ηλιακό έτος χρησιμοποίησαν πρώτοι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι.
Η ετήσια περιφορά της Γης γύρω από τον ήλιο δε διαρκεί μόνο 365 ημέρες, αλλά κάτι παραπάνω: 6 ώρες, 9 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα περισσότερο κατά μέσο όρο. Οι Ρωμαίοι από το 600 π.Χ. ακολουθούσαν το ημερολόγιο του Νουμά, που είχε καθιερωθεί από το βασιλιά της Ρώμης Νουμά Πομπίλιο. Αυτό ήταν ένα ημερολογιακό έτος 365 ημερών, το οποίο κάθε 4 χρόνια προπορευόταν κατά ένα 24ωρο (σχεδόν) από το ηλιακό έτος. Όταν έφτασαν να γιορτάζουν τις καλοκαιρινές γιορτές του θερισμού μέσα στον ημερολογιακό χειμώνα, αποφάσισαν ότι αυτή η ανακολουθία δεν μπορούσε να συνεχιστεί.
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ επέστρεψε θριαμβευτής στην Ρώμη το 46 π.Χ., ανάμεσα στα θέματα που έπρεπε να ρυθμίσει ήταν και η μέτρηση του χρόνου. Στο ημερολογιακό σύστημα, έπρεπε από καιρού εις καιρόν να προστίθενται ημέρες ή και μήνες στο έτος, έτσι ώστε αυτό να διατηρείται σε συμφωνία με τις εποχές. Την ευθύνη για την παρεμβολή των ημερών είχαν οι ιερείς.
Αλλά ο απολυταρχισμός των ιερέων, οι οποίοι άλλοτε αύξαναν το μήκος του έτους προκειμένου να παραμένουν στην εξουσία οι ευνοούμενοί τους συγκλητικοί και άλλοτε το μείωναν, ώστε να τελειώνει γρήγορα η θητεία των αντιπάλων τους, είχαν καταστήσει το υπάρχον ημερολογιακό σύστημα μη λειτουργικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 46 π.Χ. διήρκεσε 445 ημέρες, δεδομένου ότι αναγκάστηκαν να προστεθούν τόσες ημέρες, ώστε αυτό να ευθυγραμμιστεί με την εαρινή ισημερία.
Ο Καίσαρ ονόμασε αυτό το έτος «ultimus annus confusionis» (τελευταίο έτος σύγχυσης) και κάλεσε τους καλύτερους φιλόσοφους και μαθηματικούς της εποχής προκειμένου να δημιουργήσουν το νέο ημερολόγιο.
Ανάμεσα στους προσκεκλημένους του αυτοκράτορα ήταν και ο Σωσιγένης, Αλεξανδρινός αστρονόμος, τον οποίο ο Καίσαρ είχε γνωρίσει στο παλάτι της Κλεοπάτρας και με τον οποίο είχε συζητήσει τις πιθανές μετατροπές του ημερολογιακού συστήματος. Μετά από εισήγηση του Σωσιγένη αποφασίστηκε να υιοθετηθεί το ημερολόγιο του Πτολεμαίου Γ΄, σύμφωνα με το οποίο ένα έτος 365 ημερών ίσχυε για 3 χρόνια και στην συνέχεια υπήρχε ένα έτος με 366 ημέρες.
Με το Ιουλιανό Ημερολόγιο (που πήρε το όνομά του από τον Ιούλιο Καίσαρα) ο Φεβρουάριος μετατέθηκε από τελευταίος μήνας του έτους σε δεύτερος, αμέσως μετά τον Ιανουάριο και είχε 30 μέρες. Μεταξύ της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου πρόσθεταν κάθε 4 χρόνια μία επιπλέον μέρα, δηλαδή η 24η Φεβρουαρίου υπολογιζόταν δύο φορές. Κι επειδή η μέρα αυτή ήταν η έκτη μέρα πριν από τις Καλένδες του Μαρτίου (1η Μαρτίου), η δεύτερη 24η Φεβρουαρίου που προστέθηκε ονομάστηκε δις έκτη μέρα, δηλαδή δεύτερη έκτη μέρα πριν από το Μάρτιο. Με τον καιρό, ο όρος δίσεκτο έμεινε για ολόκληρο το έτος που έχει μία μέρα περισσότερη από τα κοινά.
Αργότερα, από τον Φεβρουάριο αφαιρέθηκε μία ακόμη μέρα και άλλη μία επί του Αυγούστου, που προστέθηκε προς τιμή του αυτοκράτορα στον μήνα Αύγουστο. Έτσι ο Φεβρουάριος παρέμεινε με 28 μόνον ημέρες. Από τους μεταχριστιανικούς χρόνους η επιπλέον μέρα προστίθεται στο τέλος του Φεβρουαρίου, ο οποίος στο δίσεκτο έτος έχει 29 μέρες αντί για 28.
Το γεγονός ότι αυτός ειδικά ο μήνας δεν είχε πολλές ημέρες δεν δυσαρέστησε καθόλου τους Ρωμαίους, όχι μόνο γιατί ήταν αφιερωμένος στους νεκρούς, αλλά και γιατί κατά τη διάρκειά του έπρεπε και οι ίδιοι να κάνουν τον ηθικό απολογισμό τους και να αφιερώνονται στη μετάνοια. Ακόμη και το όνομα του μηνός σημαίνει εξιλέωση (Februare). Τόσο πολύ επιθυμούσαν οι Ρωμαίοι να τελειώσει γρήγορα ο Φεβρουάριος ώστε, προκειμένου να διατηρούν την αίσθηση ότι ο μήνας δεν έχει ποτέ περισσότερες από 28 ημέρες, όταν έπρεπε να έχει 29 δεν προσέθεταν την παραπάνω ημέρα στο τέλος, αλλά διπλασίαζαν την έκτη ημέρα του (bisextus).
Ο Σωσιγένης όμως, όταν πρότεινε τη θέσπιση του νέου έτους, έκανε ένα …μικρό λάθος. Υπολόγισε το έτος κατά 11 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα μεγαλύτερο του τροπικού, με αποτέλεσμα με το πέρασμα του χρόνου, οι μετρούμενες με το ιουλιανό ημερολόγιο ημέρες να καθυστερούν προς τις εποχές, το αντίθετο δηλαδή απʼ ό,τι συνέβαινε με το ημερολόγιο του Νουμά. Η ανωμαλία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1582, όταν καθιερώθηκε από τον πάπα Γρηγόριο τον ΙΓ΄ το νέο ή Γρηγοριανό Ημερολόγιο, επαναφέροντας την εαρινή Ισημερία, που εκείνη τη χρονιά συνέβη όχι στις 21, αλλά στις 11 Μαρτίου, στα σωστά της μέτρα. Με βάση τις προτάσεις των αστρονόμων Χριστόφορου Κλάβιου και L. Lilio ο Γρηγόριος μετανόμασε την 5η Οκτωβρίου σε 15η Οκτωβρίου 1582 και για να μην δημιουργηθεί ξανά το ίδιο πρόβλημα, όρισε κάθε 400 χρόνια να θεωρούνται δίσεκτα όχι 100 έτη (400:4), αλλά μόνο 97.
Για το δίσεκτο ή βίσεκτο χρόνο επικρατούν πλήθος προλήψεων και δεισιδαιμονιών, απόρροια της ρωμαϊκής επιρροής. Η δις έκτη εμβόλιμη μέρα θεωρείτο αποφράς, όπως και όλο το έτος. Σʼ αυτό πρέπει να συνετέλεσε το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Φεβρουάριο ως μήνα των νεκρών και πίστευαν ότι άφηναν τον Άδη και κυκλοφορούσαν για λίγες μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι το δίσεκτο έτος δεν γινόταν η έναρξη εργασίας με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπέλων, θεμελίωση οικιών και σύναψη γάμου.
Η πίστη για το δίσεκτο έτος μεταδόθηκε και στους Έλληνες, ύστερα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Η ελληνική παράδοση (και κάποιων ευρωπαϊκών χωρών επίσης, όπως και του Καναδά) σε μια δίσεκτη χρονιά προβλέπει γρουσουζιά και προτείνει αποφυγή κάθε σημαντικού βήματος στη ζωή: Δηλαδή όχι στον γάμο, στο κτίσιμο σπιτιού, στη σύσταση εμπορικής επιχείρησης και στη θεμελίωση κάθε λογής μακροπρόθεσμου συνεταιρισμού. Λέγεται ότι η λέξη «δίσεκτο» από ορθογραφική παρανόηση παραπέμπει στο «δυσοίωνο» -λόγω του αρχικού δισ- που συγχέεται με το φοβερό και τρομερό δυσ- (δυστυχία, δυσκολία, δυστοκία). Όμως τον τρόμο τον έσπειραν οι αρχαίοι Ρωμαίοι, οι οποίοι είδαν την 29η Φεβρουαρίου ως αποφράδα ημέρα. Γιʼ αυτούς ήταν ένα εμβόλιμο ψήγμα χρόνου που προστέθηκε για να φέρει αναταραχή, αναστάτωση και συμφορές μέσα στο μήνα Φεβρουάριο, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στη λατρεία των υποχθόνιων θεοτήτων.
Γιʼ αυτό και το έτος κατά το οποίο συμβαίνουν μεγάλα δεινά (πόλεμοι, λιμοί, μεγάλες φυσικές καταστροφές κ.ά.) καλείται «χρόνος δίσεχτος». Η αντίληψη αυτή απηχείται και στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», με τους στίχους:
«κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κιʼ έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν».
Τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου του 2007 στο Δημαρχείο Ηρακλείου Κρήτης επικράτησε πανικός και συνωστισμός από ζευγάρια (ακόμα και υπερηλίκων) που έσπευσαν να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου πριν τους βρει το δίσεχτο 2008. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στην Ιρλανδία, καθότι η ιρλανδική παράδοση δίνει την ευκαιρία σε κάθε Ιρλανδή να κάνει σε δίσεκτο έτος, συγκεκριμένα κάθε 29η Φεβρουαρίου, πρόταση γάμου στον αγαπημένο της, την οποία εκείνος είναι υποχρεωμένος να δεχτεί!
Το έθιμο επιβλήθηκε δια νόμου το 1288 στη Σκωτία από την βασίλισσα Μαργαρίτα, για να επεκταθεί σύντομα στη Γαλλία, την Ιταλία και από το 1600 στην Αγγλία, ενώ το 1920 το βρίσκουμε και στο Μόντρεαλ. Ένα γενναίο πρόστιμο περίμενε τον άντρα που θα αρνούνταν την πρόταση: Θα έπρεπε να αποζημιώσει πλουσιοπάροχα την απογοητευμένη γυναίκα ανάλογα με το εισόδημά του ή έστω να της αγοράσει ένα μεταξωτό φόρεμα.
Οι διάφορες δυσοίωνες προβλέψεις και αντιλήψεις που συνοδεύουν τα δίσεκτα έτη δεν έχουν καμία βάση, ούτε η μέχρι τώρα εμπειρία έχει επαληθεύσει κάτι σχετικό. Καθαρά λογιστικοί λόγοι και ανθρώπινες ανάγκες επέβαλαν την επινόηση των δίσεκτων χρόνων. Απλά, κάποιες λαϊκές δοξασίες και μύθοι διαιωνίζονται από την άγνοια των ανθρώπων και την ανθρώπινη υπαρξιακή ανασφάλεια.
Οι δοξασίες ότι τα δίσεκτα χρόνια είναι γρουσούζικα ίσως να προέρχεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ετυμολογίας και ορθογραφίας της λέξης δίσεκτο. Αντί του σωστού δις (που σημαίνει δύο φορές) να εννοείται, λανθασμένα, το αχώριστο προθεματικό μόριο δυσ- που έχει την έννοια της δυστυχίας, της δυσκολίας, της κακής συγκυρίας και κατάστασης. Έτσι, οι μόνοι που μπορούν να παραπονιούνται για τα δίσεκτα χρόνια, είναι όσοι γεννήθηκαν στις 29 Φεβρουαρίου και ο …Άγιος Κασσιανός, αφού γιορτάζουν κάθε τέσσερα χρόνια.
ΠΗΓΗ: Ευ αγωνίζεσθαι
Της Κατερίνας Μ. Μάτσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου