Από το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Δημήτρη και της Αρσινόης Τζουβάλη «Ερωτική συνομωσία»
…Φορούσε ρούχα οδοιπόρου, είχε σκεφτεί να περπατήσει μέχρι το εργοστάσιο. Έφτασε στα Άσπρα Σπίτια, πήρε τον παραλιακό πεζόδρομο, πέρασε τα γήπεδα του τένις και σταμάτησε σ’ ένα παλιό πέτρινο σπίτι που έμοιαζε τελείως διαφορετικό από την όλη δόμηση του χώρου. Πίσω από τις αμπαρωμένες πόρτες και τα σφαλιστά του παράθυρα, νομίζει κανείς πως ασφυκτιούν φυλακισμένες αναμνήσεις και γεγονότα που κάνουν τον αλαφροΐσκιωτο παρατηρητή, μηδέ του Αλέξανδρου εξαιρουμένου, να ριγήσει παράξενα. Η οργιώδης βλάστηση γύρω του, προσδίδει στην όψη του μαγικό μυστήριο και συμβάλει στην εντύπωση της πρώτης ματιάς πως κάτι αλλόκοτο λαμβάνει χώρα εντός του τα βράδια. “Ασφαλώς οι κάτοικοι θα το θεωρούν στοιχειωμένο”, χαμογέλασε ο Αλέξανδρος και κάθισε στο διπλανό καφενείο. Διάλεξε ένα τραπέζι έξω, κοντά στη θάλασσα και περιμένοντας το σερβιτόρο, πρόσεξε ακριβώς απέναντί του τα τρία ακατοίκητα μικρά νησιά. Αναγνώρισε αμέσως το Τσαρούχι, το Δασκαλειό, την Άμπελο. Από μικρός εντρυφούσε στο χάρτη. Είχε μάθει απ’ έξω όλα τα τοπωνυμία της περιοχής που, στα μάτια του φάνταζε σαν γη της επαγγελίας. Πάντα ονειρευότανε το ταξίδι που μόλις τώρα μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Πιο αριστερά, έξω από το οπτικό του πεδίο, γνωρίζει ότι βρίσκεται ένα μικρότερο νησί, ο Κασίδης.
“Από ‘δω πρέπει να ξεκίνησαν”, έφερε στο νου του τον Όμηρο, “και πρέπει να ήταν τέτοια ώρα, νωρίς το πρωί”. Κοιτάει τον κόλπο της Αντίκυρας , -Κυπάρισσος κατά τον ποιητή- και τον οραματίζεται γεμάτο με πολεμικά πλοία έτοιμα γι’ απόπλου. “Τεσσαράκοντα μέλαιναι νήες”, λέει ο ποιητής. Βλέπει τους αρχηγούς, τους δύο γιους του βασιλιά Ίφιτου, τον Επίστροφο και τον νεαρό Σχεδίο, να επιβλέπουν την ετοιμασία της εκστρατείας. Γέμισε σκιές η Θάλασσα. Αρχίζει ο Τρωικός πόλεμος...
Πλήθος τα γυναικόπαιδα στην παραλία αποχαιρετούν τους στρατιώτες, γυναίκες αγκαλιάζουν τους άντρες και οι γονείς τους γιους. Πλησιάζει η ώρα της αναχώρησης. Πλοιάρια πηγαινοέρχονται μεταφέροντας όπλα, εφόδια, στρατιώτες, αποσκευές, άλογα και βόδια. Αστράφτουν τα όπλα και οι εξαρτύσεις των πλοίων στον ήλιο. Ύστερα, το πήγαιν’ έλα σταματάει. Ένα τύμπανο που χτυπάει ρυθμικά δηλώνει τον ερχομό κάποιου επίσημου. Η Βασίλισσα με όλη τη συνοδεία της καταφτάνει στην αποβάθρα. Επιβαρύνει τους ώμους του Επίστροφου, με την υπόσχεση να φέρει πίσω το στερνοπαίδι της, τον Σχεδίο.
“Ορκίσου στον Ποσειδώνα”.
“Ορκίζομαι μητέρα”.
“Να μην ησυχάσεις αν δεν τον φέρεις πίσω”.
Ύστερα βλέπει τις άγκυρες να σηκώνονται και τα πλοία να βγαίνουν από το λιμάνι, μέσα στην οχλοβοή της στεριάς, τα παραγγέλματα των καπεταναίων, τα αγκομαχητά των κωπηλατών και τον παφλασμό των κυμάτων. Κι ο στόλος χάνεται στο βάθος του Κορινθιακού…
“Από ‘δω πρέπει να ξεκίνησαν”, μονολόγησε και πάλι. “Από την Κυπάρισσο απέπλευσαν τότε τα σαράντα πολεμικά πλοία, η συνδρομή της Φωκίδας στον πόλεμο της Τροίας”.
“Δεν θα ησυχάσω μητέρα”, υποσχέθηκε ο Επίστροφος, χωρίς να ξέρει, πως το σπαθί του Έκτορα θα έκοβε το νήμα της ζωής του Σχεδίου τον ένατο χρόνο της πολιορκίας. Ο Επίστροφος, είχε σα μοναδικό του σκοπό να προστατέψει τον αδερφό του, λες και μπορούσε να γλυτώσει κανείς από το πεπρωμένο σπαθί του Έκτορα, αν δεν λεγόταν Αχιλλέας. Συμμάζεψε το άψυχο σώμα του αδερφού του, το παρέδωσε στην πυρά, έβαλε στοργικά την τέφρα στη λήκυθο, έπλυνε τα οστά με κρασί και τα τύλιξε σ’ ένα κομμάτι από τον χιτώνα του. Λίγο αργότερα, η Άτροπος, η Μοίρα του θανάτου, αποφάσισε να κόψει το νήμα και της δικής του ζωής. Κέρβερος φύλαγε ο Ερμής τις πύλες του Άδη. ‘Πού τον πάτε αυτόν, έχει αποστολή να εκτελέσει προτού κοιμηθεί’, σταμάτησε τους ψυχοπομπούς που δε μπορούσαν να παραδώσουν στον Πλούτωνα ανθρώπους που άφηναν πίσω τους ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Και η σκιά του Επίστροφου, κατά το μύθο πάντα, πήρε ένα αέρινο καράβι και απόθεσε στα χέρια της μητέρας του τα λείψανα του αδερφού του. “Άσε με τώρα να ησυχάσω μητέρα”, είπε κι εξαφανίστηκε. Λυτρωμένος από την εκπληρωμένη πλέον υπόσχεση, ολοκλήρωσε το ταξίδι του στο βασίλειο του Πλούτωνα και αφέθηκε στη θαλπωρή της μακαριότητας και της λησμονιάς του κάτω κόσμου...
Χάθηκαν και οι αρχαίες σκιές από τα μάτια του Αλέξανδρου που, με κάποια δυσφορία επανήλθε στο παρόν και τις έγνοιες.
Ο Σερβιτόρος δεν ήξερε τίποτε για τη σκάλα φόρτωσης καραβιών στο βάθος αριστερά και το παλιό κτίσμα στα δεξιά που μαγνήτιζε το βλέμμα του. Ο διπλανός όμως σύντροφος του πρωινού καφέ επενέβη και τον κοίταξε με νόημα, “Μπάρλος”, είπε αινιγματικά. “Σταθμός φόρτωσης βωξίτη. Ο γιατρός, ο Λουκάς Μπάρλος, ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που ανακάλυψε βωξίτη στα βουνά της περιοχής, γύρω στα 1900. Όταν είδε τους ξένους, Γερμανούς και Άγγλους, που ερευνούσαν κι αυτοί την περιοχή, κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και έτρεξε να δηλώσει και να κατοχυρώσει για εκμετάλλευση πρώτος στο Δημόσιο μεγάλες εκτάσεις του Ελικώνα. Το 1948, έφτιαξε μια ξύλινη σκάλα φόρτωσης στην παραλία Διστόμου για να πλευρίζουν τα καΐκια και να φορτώνουν. Το 1950, ο μόλος γίνεται τσιμεντένιος με ράγες για βαγόνια και τα καΐκια έγιναν μαούνες και μεγαλύτερα καράβια. Αργότερα, προστέθηκε ταινία μεταφοράς και η φόρτωση γινότανε αυτόματα, κατ’ ευθείαν στο πλοίο. Ο καλύτερος πελάτης τους ήταν η Σοβιετική ένωση... ”
“Το όνομα Άσπρα Σπίτια από πού προήλθε; Από το άσπρο χρώμα των σπιτιών”;
“Μπάρλος”, είπε και πάλι με νόημα. “Έκανε τη σκάλα φόρτωσης στην Παραλία Διστόμου, εδώ που βλέπεις δηλαδή, χωρίς να ξέρει πως τα μεγάλα πλοία δεν μπορούσαν να δέσουν σε λιμάνια που δεν τ’ αναγνώριζε ο διεθνής χάρτης. Η Αγγλική εταιρεία που τοποθέτησε τους φάρους, μόνο το λιμάνι της Αντίκυρας είχε σημειώσει στο χάρτη και μάλιστα ως ‘Σκάλωμα Άσπρων Σπιτιών’, όπως λεγότανε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της Φραγκοκρατίας. Λεγότανε έτσι από έναν λευκό πύργο που υπήρχε στην παραλία...”.
“Υπάρχει και ο μύθος της βασίλισσας Άσπρης...”
“Ναι, άλλοι λένε πως πήρε αυτό το όνομα, από την μυθική ανήλιαγη βασίλισσα Άσπρη που βασίλευε στην περιοχή τον μεσαίωνα, ποιος ξέρει...; Ίσως ένα κτίσμα να μην είναι αρκετό να εξαλείψει το ιστορικό όνομα της Αντίκυρας. Ενώ μια βασίλισσα φοβερή, όπως η Άσπρη... Ως Άσπρα Σπίτια αναφέρει την Αντίκυρα και ο Καραϊσκάκης σε μια επιστολή του στον ηγούμενο της μονής του Αι-Γιάννη. Αντίκυρα ονομάστηκε ξανά το 1835 , όταν έγινε δήμος με έδρα τη Δεσφίνα. Για να ξεπεράσει το εμπόδιο του χάρτη, η εταιρεία των μεταλλείων εξέδωσε ανακοίνωση υπογεγραμμένη από μάρτυρες ενώπιον των αρχών, πως η Παραλία Διστόμου, λεγότανε Άσπρα Σπίτια. Έτσι τα καράβια δένανε, στα χαρτιά μεν στην Αντίκυρα, στην πραγματικότητα δε στην Παραλία Διστόμου. Έτσι πήρε το όνομά της η σημερινή εργατούπολη”, είπε απνευστί…
…Φορούσε ρούχα οδοιπόρου, είχε σκεφτεί να περπατήσει μέχρι το εργοστάσιο. Έφτασε στα Άσπρα Σπίτια, πήρε τον παραλιακό πεζόδρομο, πέρασε τα γήπεδα του τένις και σταμάτησε σ’ ένα παλιό πέτρινο σπίτι που έμοιαζε τελείως διαφορετικό από την όλη δόμηση του χώρου. Πίσω από τις αμπαρωμένες πόρτες και τα σφαλιστά του παράθυρα, νομίζει κανείς πως ασφυκτιούν φυλακισμένες αναμνήσεις και γεγονότα που κάνουν τον αλαφροΐσκιωτο παρατηρητή, μηδέ του Αλέξανδρου εξαιρουμένου, να ριγήσει παράξενα. Η οργιώδης βλάστηση γύρω του, προσδίδει στην όψη του μαγικό μυστήριο και συμβάλει στην εντύπωση της πρώτης ματιάς πως κάτι αλλόκοτο λαμβάνει χώρα εντός του τα βράδια. “Ασφαλώς οι κάτοικοι θα το θεωρούν στοιχειωμένο”, χαμογέλασε ο Αλέξανδρος και κάθισε στο διπλανό καφενείο. Διάλεξε ένα τραπέζι έξω, κοντά στη θάλασσα και περιμένοντας το σερβιτόρο, πρόσεξε ακριβώς απέναντί του τα τρία ακατοίκητα μικρά νησιά. Αναγνώρισε αμέσως το Τσαρούχι, το Δασκαλειό, την Άμπελο. Από μικρός εντρυφούσε στο χάρτη. Είχε μάθει απ’ έξω όλα τα τοπωνυμία της περιοχής που, στα μάτια του φάνταζε σαν γη της επαγγελίας. Πάντα ονειρευότανε το ταξίδι που μόλις τώρα μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Πιο αριστερά, έξω από το οπτικό του πεδίο, γνωρίζει ότι βρίσκεται ένα μικρότερο νησί, ο Κασίδης.
“Από ‘δω πρέπει να ξεκίνησαν”, έφερε στο νου του τον Όμηρο, “και πρέπει να ήταν τέτοια ώρα, νωρίς το πρωί”. Κοιτάει τον κόλπο της Αντίκυρας , -Κυπάρισσος κατά τον ποιητή- και τον οραματίζεται γεμάτο με πολεμικά πλοία έτοιμα γι’ απόπλου. “Τεσσαράκοντα μέλαιναι νήες”, λέει ο ποιητής. Βλέπει τους αρχηγούς, τους δύο γιους του βασιλιά Ίφιτου, τον Επίστροφο και τον νεαρό Σχεδίο, να επιβλέπουν την ετοιμασία της εκστρατείας. Γέμισε σκιές η Θάλασσα. Αρχίζει ο Τρωικός πόλεμος...
Πλήθος τα γυναικόπαιδα στην παραλία αποχαιρετούν τους στρατιώτες, γυναίκες αγκαλιάζουν τους άντρες και οι γονείς τους γιους. Πλησιάζει η ώρα της αναχώρησης. Πλοιάρια πηγαινοέρχονται μεταφέροντας όπλα, εφόδια, στρατιώτες, αποσκευές, άλογα και βόδια. Αστράφτουν τα όπλα και οι εξαρτύσεις των πλοίων στον ήλιο. Ύστερα, το πήγαιν’ έλα σταματάει. Ένα τύμπανο που χτυπάει ρυθμικά δηλώνει τον ερχομό κάποιου επίσημου. Η Βασίλισσα με όλη τη συνοδεία της καταφτάνει στην αποβάθρα. Επιβαρύνει τους ώμους του Επίστροφου, με την υπόσχεση να φέρει πίσω το στερνοπαίδι της, τον Σχεδίο.
“Ορκίσου στον Ποσειδώνα”.
“Ορκίζομαι μητέρα”.
“Να μην ησυχάσεις αν δεν τον φέρεις πίσω”.
Ύστερα βλέπει τις άγκυρες να σηκώνονται και τα πλοία να βγαίνουν από το λιμάνι, μέσα στην οχλοβοή της στεριάς, τα παραγγέλματα των καπεταναίων, τα αγκομαχητά των κωπηλατών και τον παφλασμό των κυμάτων. Κι ο στόλος χάνεται στο βάθος του Κορινθιακού…
“Από ‘δω πρέπει να ξεκίνησαν”, μονολόγησε και πάλι. “Από την Κυπάρισσο απέπλευσαν τότε τα σαράντα πολεμικά πλοία, η συνδρομή της Φωκίδας στον πόλεμο της Τροίας”.
“Δεν θα ησυχάσω μητέρα”, υποσχέθηκε ο Επίστροφος, χωρίς να ξέρει, πως το σπαθί του Έκτορα θα έκοβε το νήμα της ζωής του Σχεδίου τον ένατο χρόνο της πολιορκίας. Ο Επίστροφος, είχε σα μοναδικό του σκοπό να προστατέψει τον αδερφό του, λες και μπορούσε να γλυτώσει κανείς από το πεπρωμένο σπαθί του Έκτορα, αν δεν λεγόταν Αχιλλέας. Συμμάζεψε το άψυχο σώμα του αδερφού του, το παρέδωσε στην πυρά, έβαλε στοργικά την τέφρα στη λήκυθο, έπλυνε τα οστά με κρασί και τα τύλιξε σ’ ένα κομμάτι από τον χιτώνα του. Λίγο αργότερα, η Άτροπος, η Μοίρα του θανάτου, αποφάσισε να κόψει το νήμα και της δικής του ζωής. Κέρβερος φύλαγε ο Ερμής τις πύλες του Άδη. ‘Πού τον πάτε αυτόν, έχει αποστολή να εκτελέσει προτού κοιμηθεί’, σταμάτησε τους ψυχοπομπούς που δε μπορούσαν να παραδώσουν στον Πλούτωνα ανθρώπους που άφηναν πίσω τους ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Και η σκιά του Επίστροφου, κατά το μύθο πάντα, πήρε ένα αέρινο καράβι και απόθεσε στα χέρια της μητέρας του τα λείψανα του αδερφού του. “Άσε με τώρα να ησυχάσω μητέρα”, είπε κι εξαφανίστηκε. Λυτρωμένος από την εκπληρωμένη πλέον υπόσχεση, ολοκλήρωσε το ταξίδι του στο βασίλειο του Πλούτωνα και αφέθηκε στη θαλπωρή της μακαριότητας και της λησμονιάς του κάτω κόσμου...
Χάθηκαν και οι αρχαίες σκιές από τα μάτια του Αλέξανδρου που, με κάποια δυσφορία επανήλθε στο παρόν και τις έγνοιες.
Ο Σερβιτόρος δεν ήξερε τίποτε για τη σκάλα φόρτωσης καραβιών στο βάθος αριστερά και το παλιό κτίσμα στα δεξιά που μαγνήτιζε το βλέμμα του. Ο διπλανός όμως σύντροφος του πρωινού καφέ επενέβη και τον κοίταξε με νόημα, “Μπάρλος”, είπε αινιγματικά. “Σταθμός φόρτωσης βωξίτη. Ο γιατρός, ο Λουκάς Μπάρλος, ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που ανακάλυψε βωξίτη στα βουνά της περιοχής, γύρω στα 1900. Όταν είδε τους ξένους, Γερμανούς και Άγγλους, που ερευνούσαν κι αυτοί την περιοχή, κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και έτρεξε να δηλώσει και να κατοχυρώσει για εκμετάλλευση πρώτος στο Δημόσιο μεγάλες εκτάσεις του Ελικώνα. Το 1948, έφτιαξε μια ξύλινη σκάλα φόρτωσης στην παραλία Διστόμου για να πλευρίζουν τα καΐκια και να φορτώνουν. Το 1950, ο μόλος γίνεται τσιμεντένιος με ράγες για βαγόνια και τα καΐκια έγιναν μαούνες και μεγαλύτερα καράβια. Αργότερα, προστέθηκε ταινία μεταφοράς και η φόρτωση γινότανε αυτόματα, κατ’ ευθείαν στο πλοίο. Ο καλύτερος πελάτης τους ήταν η Σοβιετική ένωση... ”
“Το όνομα Άσπρα Σπίτια από πού προήλθε; Από το άσπρο χρώμα των σπιτιών”;
“Μπάρλος”, είπε και πάλι με νόημα. “Έκανε τη σκάλα φόρτωσης στην Παραλία Διστόμου, εδώ που βλέπεις δηλαδή, χωρίς να ξέρει πως τα μεγάλα πλοία δεν μπορούσαν να δέσουν σε λιμάνια που δεν τ’ αναγνώριζε ο διεθνής χάρτης. Η Αγγλική εταιρεία που τοποθέτησε τους φάρους, μόνο το λιμάνι της Αντίκυρας είχε σημειώσει στο χάρτη και μάλιστα ως ‘Σκάλωμα Άσπρων Σπιτιών’, όπως λεγότανε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της Φραγκοκρατίας. Λεγότανε έτσι από έναν λευκό πύργο που υπήρχε στην παραλία...”.
“Υπάρχει και ο μύθος της βασίλισσας Άσπρης...”
“Ναι, άλλοι λένε πως πήρε αυτό το όνομα, από την μυθική ανήλιαγη βασίλισσα Άσπρη που βασίλευε στην περιοχή τον μεσαίωνα, ποιος ξέρει...; Ίσως ένα κτίσμα να μην είναι αρκετό να εξαλείψει το ιστορικό όνομα της Αντίκυρας. Ενώ μια βασίλισσα φοβερή, όπως η Άσπρη... Ως Άσπρα Σπίτια αναφέρει την Αντίκυρα και ο Καραϊσκάκης σε μια επιστολή του στον ηγούμενο της μονής του Αι-Γιάννη. Αντίκυρα ονομάστηκε ξανά το 1835 , όταν έγινε δήμος με έδρα τη Δεσφίνα. Για να ξεπεράσει το εμπόδιο του χάρτη, η εταιρεία των μεταλλείων εξέδωσε ανακοίνωση υπογεγραμμένη από μάρτυρες ενώπιον των αρχών, πως η Παραλία Διστόμου, λεγότανε Άσπρα Σπίτια. Έτσι τα καράβια δένανε, στα χαρτιά μεν στην Αντίκυρα, στην πραγματικότητα δε στην Παραλία Διστόμου. Έτσι πήρε το όνομά της η σημερινή εργατούπολη”, είπε απνευστί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου