Στην εικοσαετία από το 1981 μέχρι το 2001 η δραχμή υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 88% (στοιχεία από την Κεντρική Τράπεζα του St. Louis ΗΠΑ). Η θεαματική αυτή υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου επέτρεψε στη χώρα να συμψηφίσει, σε ένα βαθμό, τις απώλειες από την αποτυχία της να γίνει ανταγωνιστική με το 'γερμανικό τρόπο'. Σε όλο αυτό το διάστημα η Ελλάδα έμαθε να επιβιώνει έχοντας ένα νόμισμα που γινόταν σταθερά φθηνότερο, κάνοντας τις υπηρεσίες και τα προϊόντα της φθηνά και έτσι περισσότερο ανθεκτικά στο διεθνή ανταγωνισμό.
Αυτό, όμως, άλλαξε από το 2001 και μετά καθώς η σύνδεση της δραχμής στο ευρώ σε σταθερή ισοτιμία, η εγκατάλειψη της, η υιοθέτηση του ευρώ και η 'ελεύθερη' διακύμανση του ευρώ, πλέον, στο διεθνές νομισματικό σύστημα έβαλε τέλος στη δυνατότητα της χώρας να ελέγχει τη νομισματική της πολιτική και ως εκ τούτου να μπορεί να συνεχίσει την πρακτική που ακολούθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η νέα αυτή νομισματική κατάσταση , με την εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος και την υιοθέτηση του ευρώ, είχε εντυπωσιακές συνέπειες τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, με κάποιες από αυτές να βρίσκονται σε πολύ πλεονεκτική και άλλες σε πολύ μειονεκτική θέση.
Έτσι, ενώ από την εγκατάλειψη του μάρκου και την υιοθέτηση του ευρώ η Γερμανία είδε το νέο νόμισμα της να αυξάνεται μόνο κατά 17,8% έναντι του δολαρίου (στοιχεία μέχρι 08/10/11), από την εγκατάλειψη της δραχμής και την υιοθέτηση του ευρώ η Ελλάδα είδε το νέο της νόμισμα να ανατιμάται έναντι του δολαρίου κατά 56,8%, κάτι το οποίο ήταν ένα πρωτοφανές πρόβλημα για την ελληνική οικονομία.
Ακόμη χειρότερα, ωστόσο, υπολογίζοντας την ισοτιμία της δραχμής έναντι του δολαρίου από το 2001 μέχρι το 2008, δηλαδή τη χρονιά της διεθνούς οικονομικής κρίσης (την πρώτη χρονιά που σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία η Ελλάδα πέρασε σε ύφεση), διαπιστώνουμε πως η κρυφή ανατίμηση του ελληνικού νομίσματος στο διάστημα αυτό ήταν της τάξης του 81%.
Μεταφράζοντας το πρόβλημα σε δραχμές και δολάρια, ενώ το 2001 αγόραζε κανείς ένα δολάριο με 398 δραχμές, το 2008, αν η Ελλάδα επέστρεφε στη δραχμή, θα μπορούσε κανείς να αγοράσει ένα δολάριο μόλις με 69 δραχμές. Μία νομισματική ανατίμηση αυτού του μεγέθους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα θα μπορούσε να εκτροχιάσει χώρες όπως η Ελβετία και η Ιαπωνία, πόσο μάλλον αδύναμες και μη ανταγωνιστικές χώρες όπως η Ελλάδα (η Πορτογαλία και η Ισπανία). Το πρόβλημα πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, μάλιστα, καθώς στο δολάριο είναι συνδεδεμένο και το κινεζικό νόμισμα, γεγονός που σημαίνει πως η Ελλάδα, στο ίδιο διάστημα, έγινε, πέρα από τις ΗΠΑ, ακριβότερη και από την Κίνα, σχεδόν, στον ίδιο αυτόν εντυπωσιακό βαθμό.
Στη δεκαετία του 2000 το νέο ελληνικό νόμισμα, το ευρώ, είχε τη μεγαλύτερη απόδοση στον κόσμο και έγινε το ακριβότερο νόμισμα διεθνώς. Έτσι, η Ελλάδα, που τις προηγούμενες δύο δεκαετίες είχε επιβιώσει οικονομικά αφήνοντας το νόμισμα της να γίνει φθηνότερο κατά 88% έναντι του δολαρίου, έπρεπε τώρα να μάθει να ζει με το ακριβότερο νόμισμα του κόσμου, του οποίου η αξία, μάλιστα αυξανόταν συνεχώς εξαιτίας της απόδοσης της γερμανικής οικονομίας.
Και όσο αυτό δε συνέβαινε (όπως ήταν αναμενόμενο), η χώρα έπρεπε να βρίσκει τρόπους συμψηφίζει τις απώλειες από την εγκατάλειψη της φθηνής δραχμής.
Πηγή: XrimaNews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου