ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΥΡΑΣ
Στην περιοχή Πελάτια (Παλάτια) στις υπώρειες του λόφου του Συρού ήταν πάντα ορατά πέντε σκαλοπάτια που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «θέατρο». Ένας καθαρισμός του χώρου ωστόσο, κατά το έτος 1998 από την Εφορεία Δελφών, απέδειξε ότι δεν επρόκειτο για θέατρο, αλλά για τμήμα της οχύρωσης της πόλης. Τα συγκεκριμένα σκαλοπάτια οδηγούσαν σε ένα τετράγωνο οχυρωματικό πύργο διαστάσεων 6,60 Χ 6,60 μέτρα, χτισμένο από κοκκινωπό ντόπιο πωρόλιθο. Το τείχος ήταν χτισμένο κατά το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας (όπου δηλαδή όλοι οι δόμοι και οι δομόπλινθοι έχουν το ίδιο ύψος και πλάτος), χαρακτηριστικό για την ύστερη κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Στο καλύτερα διατηρημένο τμήμα του τείχους, δίπλα στα σκαλοπάτια, το τείχος στην εσωτερική πλευρά σώζεται σε ύψος 4 δόμων που αντιστοιχούν περίπου σε 1,56 μέτρα. Το τείχος καθ’ αυτό αποτελούταν από δυο «πρόσωπα» χτισμένα με ισοδομικό σύστημα και με γέμιση από χώμα και μικρές πέτρες ανάμεσά τους, ενώ το συνολικό πλάτος του ήταν μεταξύ 2,85 και 3 μέτρα. Τα ίχνη της θεμελίωσής του είναι ορατά σε μήκος περίπου 40 μέτρων με κατεύθυνση Ν-ΝΑ προς Β-ΒΔ από τα σκαλοπάτια ώσπου συναντά έναν άλλο παρόμοιο οχυρωματικό πύργο, με αντίστοιχες διαστάσεις. Εκεί το τείχος αλλάζει κατεύθυνση Ν προς Β και ίχνη του είναι ορατά για άλλα 100 μέτρα περίπου.
Από το σωζώμενο πλάτος το αρχικό ύψος του μπορεί να υπολογιστεί μεταξύ 6 και 8 μέτρα, αν και κατά περίπτωση θα διέφερε αναλόγως της κλίσης του εδάφους. Τμήματα τείχους έχουν εντοπιστεί και σε σωστικές ανασκαφές κατά τη θεμελίωση σπιτιών στην περιοχή κοντά στην αεροπορική βάση. Σε όλες τις περιπτώσεις αποτελείται από δυο όψεις καλοχτισμένες με ισοδομικό σύστημα και γέμιση από μικρές πέτρες μεταξύ τους. Τα τμήματα των σωστικών ανασκαφών αποτελούσαν μέρος της οχύρωσης που προστάτευε την πόλη (και ίσως και το λιμάνι) από τη μεριά της θάλασσας.
Η συνολική χάραξή του ωστόσο δεν είναι ακόμα διακριτή, αν και μεγάλο τμήμα του θα εκτείνονταν σε περιοχή που ακόμα δεν έχει οικοδομηθεί.
Πότε όμως φτιάχτηκε ακριβώς; Μια πιθανή χρονολογία θα ήταν στα πρώτα χρόνια του Γ΄ Ιερού Πολέμου, μεταξύ 354-350 π.Χ., όταν οι φωκικές πόλεις με χρήματα που είχαν αντλήσει από τους θησαυρούς του Δελφικού ιερού, ενίσχυαν την οχύρωσή τους. Μια άλλη πιθανότητα είναι να κατασκευάστηκε λίγο πριν τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) όταν η Αθήνα και η Θήβα συμμάχησαν με τις πόλεις της Φωκίδας ενάντια στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, και τις βοήθησαν να ανακάμψουν από την καταστροφή που εκείνος τους είχε προκαλέσει. Θεωρητικά και άλλες περίοδοι θα ήταν υποψήφιες, όπως οι αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν η Φωκίδα αντιστεκόταν στη γαλατική εισβολή ή ακόμα πριν την πολιορκία της Αντίκυρας από τους Ρωμαίους και τους Αιτωλούς στα τέλη του 3ου και τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Αυτές οι τελευταίες υποθέσεις μοιάζουν περισσότερο απίθανες, τόσο για ιστορικούς λόγους, όσο και γιατί από το εσωτερικό του τείχους έχουν περισυλλεγεί ως τώρα μόνο όστρακα κεραμικής του 4ου αιώνα, αλλά όχι αρκετά ούτε κατάλληλα για να βοηθήσουν σε μια ακριβέστερη χρονολόγηση.
Είναι επίσης άγνωστο πότε καταστράφηκε οριστικά, αλλά εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη διάρκεια των πολλών αιώνων ειρήνης της ρωμαϊκής κυριαρχίας αφέθηκε στη φθορά του χρόνου.
Πάντως από τα σημεία που έχει εντοπιστεί το τείχος και τη θέση ορισμένων κατοικιών μπορούμε να υποθέσουμε ότι περιέκλειε σημαντική έκταση, περίπου από την αεροπορική βάση ως το δημοτικό σχολείο, ή και ακόμη πιο ΒΑ.
Δρ. Θάνος Σίδερης
Προϊστάμενος Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Στην περιοχή Πελάτια (Παλάτια) στις υπώρειες του λόφου του Συρού ήταν πάντα ορατά πέντε σκαλοπάτια που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «θέατρο». Ένας καθαρισμός του χώρου ωστόσο, κατά το έτος 1998 από την Εφορεία Δελφών, απέδειξε ότι δεν επρόκειτο για θέατρο, αλλά για τμήμα της οχύρωσης της πόλης. Τα συγκεκριμένα σκαλοπάτια οδηγούσαν σε ένα τετράγωνο οχυρωματικό πύργο διαστάσεων 6,60 Χ 6,60 μέτρα, χτισμένο από κοκκινωπό ντόπιο πωρόλιθο. Το τείχος ήταν χτισμένο κατά το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας (όπου δηλαδή όλοι οι δόμοι και οι δομόπλινθοι έχουν το ίδιο ύψος και πλάτος), χαρακτηριστικό για την ύστερη κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Στο καλύτερα διατηρημένο τμήμα του τείχους, δίπλα στα σκαλοπάτια, το τείχος στην εσωτερική πλευρά σώζεται σε ύψος 4 δόμων που αντιστοιχούν περίπου σε 1,56 μέτρα. Το τείχος καθ’ αυτό αποτελούταν από δυο «πρόσωπα» χτισμένα με ισοδομικό σύστημα και με γέμιση από χώμα και μικρές πέτρες ανάμεσά τους, ενώ το συνολικό πλάτος του ήταν μεταξύ 2,85 και 3 μέτρα. Τα ίχνη της θεμελίωσής του είναι ορατά σε μήκος περίπου 40 μέτρων με κατεύθυνση Ν-ΝΑ προς Β-ΒΔ από τα σκαλοπάτια ώσπου συναντά έναν άλλο παρόμοιο οχυρωματικό πύργο, με αντίστοιχες διαστάσεις. Εκεί το τείχος αλλάζει κατεύθυνση Ν προς Β και ίχνη του είναι ορατά για άλλα 100 μέτρα περίπου.
Από το σωζώμενο πλάτος το αρχικό ύψος του μπορεί να υπολογιστεί μεταξύ 6 και 8 μέτρα, αν και κατά περίπτωση θα διέφερε αναλόγως της κλίσης του εδάφους. Τμήματα τείχους έχουν εντοπιστεί και σε σωστικές ανασκαφές κατά τη θεμελίωση σπιτιών στην περιοχή κοντά στην αεροπορική βάση. Σε όλες τις περιπτώσεις αποτελείται από δυο όψεις καλοχτισμένες με ισοδομικό σύστημα και γέμιση από μικρές πέτρες μεταξύ τους. Τα τμήματα των σωστικών ανασκαφών αποτελούσαν μέρος της οχύρωσης που προστάτευε την πόλη (και ίσως και το λιμάνι) από τη μεριά της θάλασσας.
Η συνολική χάραξή του ωστόσο δεν είναι ακόμα διακριτή, αν και μεγάλο τμήμα του θα εκτείνονταν σε περιοχή που ακόμα δεν έχει οικοδομηθεί.
Πότε όμως φτιάχτηκε ακριβώς; Μια πιθανή χρονολογία θα ήταν στα πρώτα χρόνια του Γ΄ Ιερού Πολέμου, μεταξύ 354-350 π.Χ., όταν οι φωκικές πόλεις με χρήματα που είχαν αντλήσει από τους θησαυρούς του Δελφικού ιερού, ενίσχυαν την οχύρωσή τους. Μια άλλη πιθανότητα είναι να κατασκευάστηκε λίγο πριν τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) όταν η Αθήνα και η Θήβα συμμάχησαν με τις πόλεις της Φωκίδας ενάντια στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, και τις βοήθησαν να ανακάμψουν από την καταστροφή που εκείνος τους είχε προκαλέσει. Θεωρητικά και άλλες περίοδοι θα ήταν υποψήφιες, όπως οι αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν η Φωκίδα αντιστεκόταν στη γαλατική εισβολή ή ακόμα πριν την πολιορκία της Αντίκυρας από τους Ρωμαίους και τους Αιτωλούς στα τέλη του 3ου και τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Αυτές οι τελευταίες υποθέσεις μοιάζουν περισσότερο απίθανες, τόσο για ιστορικούς λόγους, όσο και γιατί από το εσωτερικό του τείχους έχουν περισυλλεγεί ως τώρα μόνο όστρακα κεραμικής του 4ου αιώνα, αλλά όχι αρκετά ούτε κατάλληλα για να βοηθήσουν σε μια ακριβέστερη χρονολόγηση.
Είναι επίσης άγνωστο πότε καταστράφηκε οριστικά, αλλά εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη διάρκεια των πολλών αιώνων ειρήνης της ρωμαϊκής κυριαρχίας αφέθηκε στη φθορά του χρόνου.
Πάντως από τα σημεία που έχει εντοπιστεί το τείχος και τη θέση ορισμένων κατοικιών μπορούμε να υποθέσουμε ότι περιέκλειε σημαντική έκταση, περίπου από την αεροπορική βάση ως το δημοτικό σχολείο, ή και ακόμη πιο ΒΑ.
Δρ. Θάνος Σίδερης
Προϊστάμενος Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου