Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Το αρχαιότερο κτίσμα, του οποίου μπορεί κανείς να δει ερείπια σήμερα στην Αντίκυρα (γιατί το Μυκηναϊκό μέγαρο έχει καταχωθεί), είναι ο ναός της Αθηνάς.
Βρίσκεται νότια του δρόμου που οδηγεί στη Δεσφίνα, στην πλαγιά του λόφου του Συρού, στην περιοχή που οι ντόπιοι ονομάζουν Πελάτια (Παλάτια).
Δεν αναφέρεται από τον Παυσανία, παρόλο που ο αρχαίος περιηγητής είναι πολύ λεπτομερής στις περιγραφές του και αναφέρει δυο άλλους ναούς που βρίσκονταν, όπως και της Αθηνάς, έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης. Αυτό δεν είναι παράξενο, καθώς φαίνεται ότι ο ναός της Αθηνάς είχε καταστραφεί πολλούς αιώνες πριν περάσει ο Παυσανίας από την περιοχή. Το γεγονός επιβεβαιώθηκε και στις ανασκαφές καθώς τα ευρήματα σταματούν στον 4ο αιώνα π.Χ. (πάνω από 500 χρόνια πριν τον Παυσανία).
Η ιστορία της ανακάλυψής του έχει ως εξής: στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας ντόπιος αγρότης, ο Νίκος Αλεξίου, παρέδωσε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ένα χάλκινο μικρό άγαλμα που παριστάνει την Αθηνά και υπέδειξε το σημείο που το βρήκε στο χωράφι του. Ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Δελφών, Ευάγγελος Μαστροκώστας, διενέργησε ανασκαφή το 1954 και βρήκε τη βάση του αγαλματιδίου και ένα κομμάτι που έλειπε από το δεξί χέρι, επιβεβαιώνοντας έτσι το αληθές της μαρτυρίας του αγρότη. Παράλληλα αποκαλύφθηκε ένα μετρίου μεγέθους κτίσμα (10,5 Χ 5 μέτρα) από το οποίο σώζονται μόνο οι βάσεις των τοίχων. Οι τοίχοι αυτοί ήταν χτισμένοι με το λεγόμενο πολυγωνικό σύστημα, χαρακτηριστικό για τη Φωκίδα του 6ου αιώνα π.Χ. Επίσης ανακαλύφθηκαν αρκετά πήλινα κορινθιακά ακροκέραμα με παραστάσεις της Γοργούς, του τέρατος που σκότωσε ο Περσέας, τα οποία οδήγησαν στη χρονολόγηση του ναού μεταξύ 575 και 550 π.Χ.
Ο ναός είχε είσοδο από ανατολικά, όπως όλοι οι αρχαίοι ναοί, και κοντά στον δυτικό του τοίχο σώζεται ακόμα ένα μεγάλο τετράγωνο λίθινο βάθρο με ίχνη από πέλματα. Ήταν δίχως άλλο το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος της Αθηνάς, που από το μέγεθος και τη θέση των πελμάτων αντιλαμβανόμαστε ότι είχε σχεδόν φυσικό μέγεθος και πρέπει να παρίστανε τη θεά σε ένα τύπο που λέγεται «Παλλάδιον», δηλαδή με ασπίδα και δόρυ, αλλά σε μετωπική στάση. Κοντά στην είσοδο ο Μαστροκώστας ανακάλυψε ένα βωμό από τούβλα με ωραίο λεπτόκοκκο κονίαμα βαμμένο κατακόκκινο. Δυστυχώς σώζονται μόνο δυο μικρά θραύσματα αυτού του κονιάματος που φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, όπως και όλα τα ευρήματα του ναού.
Τα ίχνη φωτιάς σε ορισμένα αντικείμενα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά κάπου προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. Λίγο αργότερα ανοικοδομήθηκε αισθητά μικρότερος όμως (περίπου 4,5 Χ 4 μέτρα). Και πάλι ωστόσο καταστράφηκε στη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς, αλλά δυο χρονολογίες είναι υποψήφιες: είτε το 371 π.Χ. όταν ισχυρός σεισμός στην περιοχή κατέστρεψε και το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, είτε το 346 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας έθεσε τέλος στην ηγεμονία των Φωκέων στο δελφικό ιερό και κατέστρεψε τις πόλεις τους.
Λίγο μακρύτερα από το ναό βρέθηκε μια πολύχρωμη σίμη (γείσο της στέγης) με υδρορροή σε σχήμα λεοντοκεφαλής, η οποία ίσως προέρχεται από τη δεύτερη φάση του ναού.
Ανάμεσα στα ευρήματα συγκαταλέγονται χάλκινα κοσμήματα, όπως πόρπες και περόνες, φιάλες (ρηχά μεταλλικά αγγεία σαν πιάτα για σπονδές), μερικές βάσεις αγαλματιδίων και δυο αγαλματίδια (το ένα είναι αυτό που οδήγησε στην ανακάλυψη), λιγοστή κορινθιακή κεραμική και αρκετά πήλινα ειδώλια.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι μια βάση που φέρει την επιγραφή ΔΙΟΝΔΑΙ Μ’ ΑΝΕΘΕΚΑΝ Τ’ ΑΘΑΝΑΙΑ, δηλαδή «Οι Διόνδες με ανέθεσαν στην Αθηνά». Ποιοι ήταν όμως αυτοί (ή αυτές) οι «Διόνδαι»; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, αλλά μάλλον πρόκειται για μια από τις φυλές της Αντίκυρας. Οι αρχαίες πόλεις ήταν συνήθως οργανωμένες σε φυλές (στην Αθήνα π.χ. υπήρχαν 10 φυλές, ενώ στις μικρές πόλεις ήταν συνήθως 3-4), οι οποίες διοργάνωναν γιορτές, συμμετείχαν σε αγώνες και ανέθεταν αφιερώματα στα ιερά.
Αφήσαμε για τελευταίο το πρώτο εύρημα, το αγαλματίδιο της Αθηνάς, γιατί είναι επίσης ένα σπουδαίο έργο. Η θεά απεικονίζεται στον τύπο της «Προμάχου», δηλαδή με ασπίδα (που έχει χαθεί) και στο άλλο χέρι (λείπει από τον καρπό) θα κρατούσε δόρυ, ενώ βρίσκεται σε διασκελισμό. Τα μάτια και τα φρύδια ήταν ένθετα με ασήμι ενώ τα χείλη με χαλκό, αλλά αυτές οι προσθήκες έχουν χαθεί. Πάντως είναι το αρχαιότερο μέχρι σήμερα αγαλματίδιο με ένθεση άλλων μετάλλων. Πρόκειται για αθηναϊκό έργο της περιόδου των Περσικών πολέμων (490-480 π.Χ.) και αποτελεί το καλύτερο δείγμα μιας σειράς από παρόμοιες χάλκινες Αθηνές που έχουν βρεθεί στην Ακρόπολη της Αθήνας και αναμφίβολα προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο.
Δρ. Αθανάσιος Σίδερης
Προϊστάμενος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Το αρχαιότερο κτίσμα, του οποίου μπορεί κανείς να δει ερείπια σήμερα στην Αντίκυρα (γιατί το Μυκηναϊκό μέγαρο έχει καταχωθεί), είναι ο ναός της Αθηνάς.
Βρίσκεται νότια του δρόμου που οδηγεί στη Δεσφίνα, στην πλαγιά του λόφου του Συρού, στην περιοχή που οι ντόπιοι ονομάζουν Πελάτια (Παλάτια).
Δεν αναφέρεται από τον Παυσανία, παρόλο που ο αρχαίος περιηγητής είναι πολύ λεπτομερής στις περιγραφές του και αναφέρει δυο άλλους ναούς που βρίσκονταν, όπως και της Αθηνάς, έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης. Αυτό δεν είναι παράξενο, καθώς φαίνεται ότι ο ναός της Αθηνάς είχε καταστραφεί πολλούς αιώνες πριν περάσει ο Παυσανίας από την περιοχή. Το γεγονός επιβεβαιώθηκε και στις ανασκαφές καθώς τα ευρήματα σταματούν στον 4ο αιώνα π.Χ. (πάνω από 500 χρόνια πριν τον Παυσανία).
Η ιστορία της ανακάλυψής του έχει ως εξής: στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας ντόπιος αγρότης, ο Νίκος Αλεξίου, παρέδωσε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ένα χάλκινο μικρό άγαλμα που παριστάνει την Αθηνά και υπέδειξε το σημείο που το βρήκε στο χωράφι του. Ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Δελφών, Ευάγγελος Μαστροκώστας, διενέργησε ανασκαφή το 1954 και βρήκε τη βάση του αγαλματιδίου και ένα κομμάτι που έλειπε από το δεξί χέρι, επιβεβαιώνοντας έτσι το αληθές της μαρτυρίας του αγρότη. Παράλληλα αποκαλύφθηκε ένα μετρίου μεγέθους κτίσμα (10,5 Χ 5 μέτρα) από το οποίο σώζονται μόνο οι βάσεις των τοίχων. Οι τοίχοι αυτοί ήταν χτισμένοι με το λεγόμενο πολυγωνικό σύστημα, χαρακτηριστικό για τη Φωκίδα του 6ου αιώνα π.Χ. Επίσης ανακαλύφθηκαν αρκετά πήλινα κορινθιακά ακροκέραμα με παραστάσεις της Γοργούς, του τέρατος που σκότωσε ο Περσέας, τα οποία οδήγησαν στη χρονολόγηση του ναού μεταξύ 575 και 550 π.Χ.
Ο ναός είχε είσοδο από ανατολικά, όπως όλοι οι αρχαίοι ναοί, και κοντά στον δυτικό του τοίχο σώζεται ακόμα ένα μεγάλο τετράγωνο λίθινο βάθρο με ίχνη από πέλματα. Ήταν δίχως άλλο το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος της Αθηνάς, που από το μέγεθος και τη θέση των πελμάτων αντιλαμβανόμαστε ότι είχε σχεδόν φυσικό μέγεθος και πρέπει να παρίστανε τη θεά σε ένα τύπο που λέγεται «Παλλάδιον», δηλαδή με ασπίδα και δόρυ, αλλά σε μετωπική στάση. Κοντά στην είσοδο ο Μαστροκώστας ανακάλυψε ένα βωμό από τούβλα με ωραίο λεπτόκοκκο κονίαμα βαμμένο κατακόκκινο. Δυστυχώς σώζονται μόνο δυο μικρά θραύσματα αυτού του κονιάματος που φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, όπως και όλα τα ευρήματα του ναού.
Τα ίχνη φωτιάς σε ορισμένα αντικείμενα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά κάπου προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. Λίγο αργότερα ανοικοδομήθηκε αισθητά μικρότερος όμως (περίπου 4,5 Χ 4 μέτρα). Και πάλι ωστόσο καταστράφηκε στη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς, αλλά δυο χρονολογίες είναι υποψήφιες: είτε το 371 π.Χ. όταν ισχυρός σεισμός στην περιοχή κατέστρεψε και το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, είτε το 346 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας έθεσε τέλος στην ηγεμονία των Φωκέων στο δελφικό ιερό και κατέστρεψε τις πόλεις τους.
Λίγο μακρύτερα από το ναό βρέθηκε μια πολύχρωμη σίμη (γείσο της στέγης) με υδρορροή σε σχήμα λεοντοκεφαλής, η οποία ίσως προέρχεται από τη δεύτερη φάση του ναού.
Ανάμεσα στα ευρήματα συγκαταλέγονται χάλκινα κοσμήματα, όπως πόρπες και περόνες, φιάλες (ρηχά μεταλλικά αγγεία σαν πιάτα για σπονδές), μερικές βάσεις αγαλματιδίων και δυο αγαλματίδια (το ένα είναι αυτό που οδήγησε στην ανακάλυψη), λιγοστή κορινθιακή κεραμική και αρκετά πήλινα ειδώλια.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι μια βάση που φέρει την επιγραφή ΔΙΟΝΔΑΙ Μ’ ΑΝΕΘΕΚΑΝ Τ’ ΑΘΑΝΑΙΑ, δηλαδή «Οι Διόνδες με ανέθεσαν στην Αθηνά». Ποιοι ήταν όμως αυτοί (ή αυτές) οι «Διόνδαι»; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, αλλά μάλλον πρόκειται για μια από τις φυλές της Αντίκυρας. Οι αρχαίες πόλεις ήταν συνήθως οργανωμένες σε φυλές (στην Αθήνα π.χ. υπήρχαν 10 φυλές, ενώ στις μικρές πόλεις ήταν συνήθως 3-4), οι οποίες διοργάνωναν γιορτές, συμμετείχαν σε αγώνες και ανέθεταν αφιερώματα στα ιερά.
Αφήσαμε για τελευταίο το πρώτο εύρημα, το αγαλματίδιο της Αθηνάς, γιατί είναι επίσης ένα σπουδαίο έργο. Η θεά απεικονίζεται στον τύπο της «Προμάχου», δηλαδή με ασπίδα (που έχει χαθεί) και στο άλλο χέρι (λείπει από τον καρπό) θα κρατούσε δόρυ, ενώ βρίσκεται σε διασκελισμό. Τα μάτια και τα φρύδια ήταν ένθετα με ασήμι ενώ τα χείλη με χαλκό, αλλά αυτές οι προσθήκες έχουν χαθεί. Πάντως είναι το αρχαιότερο μέχρι σήμερα αγαλματίδιο με ένθεση άλλων μετάλλων. Πρόκειται για αθηναϊκό έργο της περιόδου των Περσικών πολέμων (490-480 π.Χ.) και αποτελεί το καλύτερο δείγμα μιας σειράς από παρόμοιες χάλκινες Αθηνές που έχουν βρεθεί στην Ακρόπολη της Αθήνας και αναμφίβολα προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο.
Δρ. Αθανάσιος Σίδερης
Προϊστάμενος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου