ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΥΡΑΣ Μέρος Γ΄
Από την Αυτοκρατορική Ρωμαϊκή περίοδο ως τα τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας
Το λιμάνι της Αντίκυρας, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τον ιστορικό από τη γειτονική Χαιρώνεια, χρησιμοποιήθηκε το 31 π.Χ. από τον Μάρκο Αντώνιο για να φορτωθεί το σιτάρι που είχε κατασχέσει από την κεντρική Ελλάδα, λίγο καιρό πριν την αποφασιστική ναυμαχία στο Άκτιο, κοντά στην Πρέβεζα. Η ναυμαχία αυτή, νικητής της οποίας βγήκε ο Οκταβιανός, αποτελεί το ορόσημο για την αρχή της Αυτοκρατορικής Ρωμαϊκής περιόδου.
Στη διάρκειά της, και της ειρήνης που την χαρακτήρισε για περίπου δυόμισι αιώνες, η Αντίκυρα γνώρισε πολύ σημαντική κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Πιθανόν καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της πόλης να υπήρξε το γεγονός ότι είχε γίνει σταδιακά από τα Ελληνιστικά ήδη χρόνια, ένα διεθνούς φήμης θεραπευτικό κέντρο χάρις στον ελλέβορο, στο οποίο συνέρρεαν πλούσιοι συγκλητικοί από τη Ρώμη και εύποροι πολίτες από ολόκληρη την αυτοκρατορία. Έτσι στο 2ο αιώνα μ.Χ., όταν την επισκέφτηκε ο περιηγητής Παυσανίας (κάπου μεταξύ 160 και 180 μ.Χ.), ήταν μια πόλη με πλούσια δημόσια κτήρια, με μια περίλαμπρη αγορά στολισμένη με πολλούς χάλκινους ανδριάντες (των οποίων τα ενεπίγραφα βάθρα έχουν βρεθεί), με δυο γυμναστήρια (γυμνάσια τα έλεγαν οι αρχαίοι που δεν διαχώριζαν το χώρο άθλησης από το χώρο πνευματικής εκπαίδευσης), με μια μεγάλη δημόσια και στεγασμένη κρήνη, με ένα τάφο των μυθικών ηρώων της Σχεδίου και Επίστροφου, και με τουλάχιστον δυο ναούς. Ο ένας, του Ποσειδώνα βρισκόταν μέσα στην πόλη, και ο άλλος της Αρτέμιδος Ειλειθυίας στην Κεφαλή. Φαίνεται μάλιστα ότι τουλάχιστον αυτή την εποχή η Αντίκυρα είχε τον έλεγχο και ενός τρίτου ναού που βρισκόταν πιο κοντά στην Άμβροσσο (Δίστομο). Αυτός ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Αρτέμιδα Δίκτυννα και οι ιέρειες που υπηρετούσαν εκεί ήταν από την Αντίκυρα, όπως αποδεικνύουν οι επιγραφές που βρέθηκαν στις ανασκαφές. Ο ίδιος ο ναός πάντως δεν έχει ακόμα εντοπιστεί με ασφάλεια.
Για τους ανδριάντες ξέρουμε ότι τουλάχιστον έξι ήταν αφιερωμένοι σε επιφανείς πολίτες της Αντίκυρας, και μάλιστα από τους πέντε έχουν βρεθεί τα βάθρα με τις επιγραφές. Ο έκτος ήταν του αθλητή Ξενόδαμου, ο οποίος νίκησε στο παγκράτιο (μια μορφή πάλης) το 67 μ.Χ. στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους συμμετείχε και ο αυτοκράτορας Νέρωνας. Ακριβώς εξαιτίας των πολλών παραβιάσεων των κανόνων που επέβαλλε ο Νέρωνας για να βγει ο ίδιος νικητής σε διάφορα αγωνίσματα, οι Ηλείοι διέγραψαν αργότερα τους αγώνες αυτούς από τον κατάλογο των Ολυμπιακών.
Οι υπόλοιποι ανδριάντες, σύμφωνα με τα ανευρεθέντα βάθρα, τιμούσαν τους ρωμαίους αυτοκράτορες Καλλιγούλα, Αντωνίνο Πίο, Κόμμοδο, Σεπτήμιο Σεβήρο, τη γυναίκα του τελευταίου Ιουλία Δόμνα, Καρακάλλα, Μαξιμίνο και Κωνστάντιο Χλωρό (τον πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου).
Όλα αυτά τα αγάλματα είχαν ανεγερθεί είτε με πρωτοβουλία είτε με την έγκριση της βουλής και του δήμου των Αντικυραίων, και όσο κι αν η κεντρική εξουσία ήταν πλέον ισχυρότατη, θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τις επιγραφικές αναφορές ως μια ένδειξη σχετικής αυτονομίας, και ως ένα βαθμό αυτοδιοίκησης της πόλης.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη επανερμηνεία ενός χωρίου του «Θεοδοσιανού Κώδικα» (σώμα νομοθετημάτων των πρώτων χριστιανικών χρόνων) ο αυτοκράτορας Γρατιανός βρισκόταν στην Αντίκυρα (και όχι στην Αντιόχεια όπως θεωρούταν ως τώρα) κατά τον Απρίλιο του 380 μ.Χ. Δε γνωρίζουμε το λόγο της παρουσίας του, ή έστω της διέλευσής του, αλλά οπωσδήποτε μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε ότι η πόλη ήταν αρκετά σημαντική για να τον φιλοξενήσει. Κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. η πόλη ήταν επισκοπή σύμφωνα με διάφορες πηγές της εποχής. Άλλωστε αυτό συνάδει και με την ίδρυση της μεγάλης πρωτοχριστιανικής βασιλικής με το ψηφιδωτό δάπεδο, τμήμα της οποίας έχει έρθει στο φως.
Η Αντίκυρα φαίνεται ότι επλήγει από πολύ ισχυρούς σεισμούς το 521 και το 543 μ.Χ. στο βορειοανατολικό Κορινθιακό κόλπο, ενώ ακολούθησε και άλλος το 552 μ.Χ. στην ανατολική Λοκρίδα (περιοχή Αταλάντης). Η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της όμως επήλθε με το σεισμό του 620 μ.Χ., αν και τα αρχαιολογικά τεκμήρια φανερώνουν ότι η ζωή συνεχίστηκε στα ερείπια για λίγο ακόμη, περίπου ως το τέλος του 7ου αιώνα μ.Χ.
Δρ. Θάνος Σίδερης
Προϊστάμενος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας
στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Από την Αυτοκρατορική Ρωμαϊκή περίοδο ως τα τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας
Το λιμάνι της Αντίκυρας, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τον ιστορικό από τη γειτονική Χαιρώνεια, χρησιμοποιήθηκε το 31 π.Χ. από τον Μάρκο Αντώνιο για να φορτωθεί το σιτάρι που είχε κατασχέσει από την κεντρική Ελλάδα, λίγο καιρό πριν την αποφασιστική ναυμαχία στο Άκτιο, κοντά στην Πρέβεζα. Η ναυμαχία αυτή, νικητής της οποίας βγήκε ο Οκταβιανός, αποτελεί το ορόσημο για την αρχή της Αυτοκρατορικής Ρωμαϊκής περιόδου.
Στη διάρκειά της, και της ειρήνης που την χαρακτήρισε για περίπου δυόμισι αιώνες, η Αντίκυρα γνώρισε πολύ σημαντική κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Πιθανόν καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της πόλης να υπήρξε το γεγονός ότι είχε γίνει σταδιακά από τα Ελληνιστικά ήδη χρόνια, ένα διεθνούς φήμης θεραπευτικό κέντρο χάρις στον ελλέβορο, στο οποίο συνέρρεαν πλούσιοι συγκλητικοί από τη Ρώμη και εύποροι πολίτες από ολόκληρη την αυτοκρατορία. Έτσι στο 2ο αιώνα μ.Χ., όταν την επισκέφτηκε ο περιηγητής Παυσανίας (κάπου μεταξύ 160 και 180 μ.Χ.), ήταν μια πόλη με πλούσια δημόσια κτήρια, με μια περίλαμπρη αγορά στολισμένη με πολλούς χάλκινους ανδριάντες (των οποίων τα ενεπίγραφα βάθρα έχουν βρεθεί), με δυο γυμναστήρια (γυμνάσια τα έλεγαν οι αρχαίοι που δεν διαχώριζαν το χώρο άθλησης από το χώρο πνευματικής εκπαίδευσης), με μια μεγάλη δημόσια και στεγασμένη κρήνη, με ένα τάφο των μυθικών ηρώων της Σχεδίου και Επίστροφου, και με τουλάχιστον δυο ναούς. Ο ένας, του Ποσειδώνα βρισκόταν μέσα στην πόλη, και ο άλλος της Αρτέμιδος Ειλειθυίας στην Κεφαλή. Φαίνεται μάλιστα ότι τουλάχιστον αυτή την εποχή η Αντίκυρα είχε τον έλεγχο και ενός τρίτου ναού που βρισκόταν πιο κοντά στην Άμβροσσο (Δίστομο). Αυτός ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Αρτέμιδα Δίκτυννα και οι ιέρειες που υπηρετούσαν εκεί ήταν από την Αντίκυρα, όπως αποδεικνύουν οι επιγραφές που βρέθηκαν στις ανασκαφές. Ο ίδιος ο ναός πάντως δεν έχει ακόμα εντοπιστεί με ασφάλεια.
Για τους ανδριάντες ξέρουμε ότι τουλάχιστον έξι ήταν αφιερωμένοι σε επιφανείς πολίτες της Αντίκυρας, και μάλιστα από τους πέντε έχουν βρεθεί τα βάθρα με τις επιγραφές. Ο έκτος ήταν του αθλητή Ξενόδαμου, ο οποίος νίκησε στο παγκράτιο (μια μορφή πάλης) το 67 μ.Χ. στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους συμμετείχε και ο αυτοκράτορας Νέρωνας. Ακριβώς εξαιτίας των πολλών παραβιάσεων των κανόνων που επέβαλλε ο Νέρωνας για να βγει ο ίδιος νικητής σε διάφορα αγωνίσματα, οι Ηλείοι διέγραψαν αργότερα τους αγώνες αυτούς από τον κατάλογο των Ολυμπιακών.
Οι υπόλοιποι ανδριάντες, σύμφωνα με τα ανευρεθέντα βάθρα, τιμούσαν τους ρωμαίους αυτοκράτορες Καλλιγούλα, Αντωνίνο Πίο, Κόμμοδο, Σεπτήμιο Σεβήρο, τη γυναίκα του τελευταίου Ιουλία Δόμνα, Καρακάλλα, Μαξιμίνο και Κωνστάντιο Χλωρό (τον πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου).
Όλα αυτά τα αγάλματα είχαν ανεγερθεί είτε με πρωτοβουλία είτε με την έγκριση της βουλής και του δήμου των Αντικυραίων, και όσο κι αν η κεντρική εξουσία ήταν πλέον ισχυρότατη, θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τις επιγραφικές αναφορές ως μια ένδειξη σχετικής αυτονομίας, και ως ένα βαθμό αυτοδιοίκησης της πόλης.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη επανερμηνεία ενός χωρίου του «Θεοδοσιανού Κώδικα» (σώμα νομοθετημάτων των πρώτων χριστιανικών χρόνων) ο αυτοκράτορας Γρατιανός βρισκόταν στην Αντίκυρα (και όχι στην Αντιόχεια όπως θεωρούταν ως τώρα) κατά τον Απρίλιο του 380 μ.Χ. Δε γνωρίζουμε το λόγο της παρουσίας του, ή έστω της διέλευσής του, αλλά οπωσδήποτε μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε ότι η πόλη ήταν αρκετά σημαντική για να τον φιλοξενήσει. Κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. η πόλη ήταν επισκοπή σύμφωνα με διάφορες πηγές της εποχής. Άλλωστε αυτό συνάδει και με την ίδρυση της μεγάλης πρωτοχριστιανικής βασιλικής με το ψηφιδωτό δάπεδο, τμήμα της οποίας έχει έρθει στο φως.
Η Αντίκυρα φαίνεται ότι επλήγει από πολύ ισχυρούς σεισμούς το 521 και το 543 μ.Χ. στο βορειοανατολικό Κορινθιακό κόλπο, ενώ ακολούθησε και άλλος το 552 μ.Χ. στην ανατολική Λοκρίδα (περιοχή Αταλάντης). Η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της όμως επήλθε με το σεισμό του 620 μ.Χ., αν και τα αρχαιολογικά τεκμήρια φανερώνουν ότι η ζωή συνεχίστηκε στα ερείπια για λίγο ακόμη, περίπου ως το τέλος του 7ου αιώνα μ.Χ.
Δρ. Θάνος Σίδερης
Προϊστάμενος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας
στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου